- ὑποκαίειν
- ὑποκαίωburn by applying fire belowpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκαίω — ὑποκαίω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑποκάω Α νεοελλ. μτφ. συντελώ κρυφά στην έξαψη πάθους, υποδαυλίζω, συνδαυλίζω μσν. αρχ. βάζω φωτιά κάτω από κάτι προκειμένου να τό ψήσω ή να τό θερμάνω (α. «ἕψουσι ὑποκαίοντες τὰ ὀστέα τῶν ἱρηίων», Ηρόδ. β. «ὑποκαίειν τὴν … Dictionary of Greek